- ὑποκλωμένους
- ὑποκλάωshed secrettearspres part mp masc acc plὑποκλάζωbend the knees under onefut part mid masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκλώ — άω, ΜΑ μτφ. κάμπτω, λυγίζω λίγο («τὰς ψυχὰς ὑποκλωμένους», Ιώσ.) αρχ. 1. θραύω, σπάζω από κάτω 2. (στην χειρομαντεία) περιβάλλω, περικλείω με καμπύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλῶ «σπάζω»] … Dictionary of Greek